- ἐναστράπτει
- ἐν-ἀστράπτωlightenpres ind mp 2nd sgἐν-ἀστράπτωlightenpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναστράπτω — ἐναστράπτω (AM) μσν. αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ αρχ. φέγγω μέσα σε κάτι («ἐγκατοικεῑ δέ πραότης, ἐναστράπτει δικαιοσύνη», Θεμίστ.) … Dictionary of Greek